προσεμφαίνομαι

προσεμφαίνομαι
Α
φαίνομαι ότι υπάρχω μέσα σε κάτι («γραμμῇ... τἀναντία πως προσεμφαίνεται τὸ κοῑλον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐμφαίνομαι «εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι μέσα σε κάτι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”